- ἐγκωμιαστικούς
- ἐγκωμιαστικόςpanegyricalmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυμνωδός — ὁ, Α αυτὸς που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑμνῳδός «αυτός που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους»] … Dictionary of Greek
επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… … Dictionary of Greek
υμνοποιούμαι — έομαι, Α [ὑμνοποιός] συνθέτω ή ψάλλω εγκωμιαστικούς ύμνους … Dictionary of Greek
υμνοπολεύω — Α [ὑμνοπόλος] συνθέτω εγκωμιαστικούς ύμνους … Dictionary of Greek
υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… … Dictionary of Greek
υμνόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)] … Dictionary of Greek
φιλεγκώμιος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να λέει ή να ακούει εγκωμιαστικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐγκώμιον «επαινετική ωδή»] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ολόβολος, Μανουήλ — (1240; – 1300;). Βυζαντινός συγγραφέας και ποιητής. Το 1261 έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Συμπαθούσε ωστόσο τη νόμιμη δυναστεία των Λασκάρεων και ο αυτοκράτορας, όταν το πληροφορήθηκε, διέταξε και του κόψανε… … Dictionary of Greek
Σωζόμενος — I Εκκλησιαστικός συγγραφέας. ^· Σωκράτης, όνομα διάφορων ιστορικών προσώπων εκτός από τον Αθηναίο φιλόσοφο (8). II Όνομα τεσσάρων λόγιων από την Κύπρο. 1. Ιάσων (17ος αι.). Δίδαξε τη ρητορική στη Ρώμη και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του,… … Dictionary of Greek